- ιχθυόβρωτος
- ἰχθυόβρωτος, -ον (Α)αυτός που έχει φαγωθεί από τα ψάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)-* + βρωτός (< βιβρώοκω «τρώγω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰχθυόβρωτον — ἰχθυόβρωτος eaten by fish masc/fem acc sg ἰχθυόβρωτος eaten by fish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυοβρώτους — ἰχθυόβρωτος eaten by fish masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… … Dictionary of Greek